στο λεξικό PONS
I. de·lin·quent [dɪˈlɪnkwənt] ΟΥΣ ΝΟΜ
II. de·lin·quent [dɪˈlɪnkwənt] ΕΠΊΘ
1. delinquent (unlawful):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
delinquent tax ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- delinquent tax
- Steuerrückstand αρσ
delinquent borrower ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- delinquent borrower
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.