mos·qui·to <pl -es [or -s]> [mɒsˈki:təʊ, αμερικ məˈski:t̬oʊ] ΟΥΣ
- mosquito
-
- mosquito
-
mos·ˈqui·to-borne ΕΠΊΘ
mosquito-borne disease:
- mosquito-borne
-
mos·ˈqui·to boat ΟΥΣ αμερικ ΣΤΡΑΤ
- mosquito boat
-
mos·ˈqui·to bite ΟΥΣ
- mosquito bite
-
- mosquito bite
- Moskitostich αρσ
mos·ˈqui·to net ΟΥΣ
- mosquito net
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.