στο λεξικό PONS
Maß·nah·me <-, -n> [ˈma:sna:mə] ΟΥΣ θηλ
- Maßnahme ΝΟΜ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
- Maßnahme (Teilschritt)
-
- hoheitliche Maßnahme
-
- wettbewerbsbeschränkende Maßnahme
-
- konjunkturdämpfend Maßnahme, Politik
-
- konjunkturpolitisch Maßnahme, -nänderung
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Bodenerhaltungs(-maßnahme)
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- umweltfreundliche Maßnahme
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.