I. parfumé (parfumée) [paʀfyme] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
parfumé → parfumer
II. parfumé (parfumée) [paʀfyme] ΕΠΊΘ
1. parfumé:
I. parfumer [paʀfyme] ΡΉΜΑ μεταβ
sucre [sykʀ] ΟΥΣ αρσ
1. sucre (substance):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- V and A
- vandal
- vandalise
- vandalism
- vandalize
- vanilla-flavoured
- vanilla ice
- vanilla pod
- vanilla sugar
- vanillin
- vanish