Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
hardware shop, hardware store ΟΥΣ
hardware [βρετ ˈhɑːdwɛː, αμερικ ˈhɑrdˌwɛr] ΟΥΣ
I. shop [βρετ ʃɒp, αμερικ ʃɑp] ΟΥΣ
1. shop:
2. shop αμερικ (in department store):
3. shop (workshop):
II. shop <μετ ενεστ etc shopping, shopped> [βρετ ʃɒp, αμερικ ʃɑp] ΡΉΜΑ μεταβ βρετ (inform on)
III. shop <μετ ενεστ shopping; απλ παρελθ, μετ παρακειμ shopped> [βρετ ʃɒp, αμερικ ʃɑp] ΡΉΜΑ αμετάβ
στο λεξικό PONS
I. shop [ʃɒp, αμερικ ʃɑ:p] ΟΥΣ
1. shop (boutique, emporium):
2. shop βρετ, αυστραλ (process of buying goods):
3. shop (manufacturing area):
I. shop [ʃap] ΟΥΣ
| I | shop |
|---|---|
| you | shop |
| he/she/it | shops |
| we | shop |
| you | shop |
| they | shop |
| I | shopped |
|---|---|
| you | shopped |
| he/she/it | shopped |
| we | shopped |
| you | shopped |
| they | shopped |
| I | have | shopped |
|---|---|---|
| you | have | shopped |
| he/she/it | has | shopped |
| we | have | shopped |
| you | have | shopped |
| they | have | shopped |
| I | had | shopped |
|---|---|---|
| you | had | shopped |
| he/she/it | had | shopped |
| we | had | shopped |
| you | had | shopped |
| they | had | shopped |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.