Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
atelier [atəlje] ΟΥΣ αρσ
1. atelier (local):
4. atelier ΤΈΧΝΗ (groupe autour d'un maître):
-
- atelier αρσ
-
- atelier αρσ (on consacré à)
-
- atelier αρσ
-
- atelier αρσ relationnel
-
- atelier αρσ d'outillage
-
- atelier αρσ d'entretien
στο λεξικό PONS
atelier [atəlje] ΟΥΣ αρσ
-
- atelier αρσ
-
- atelier αρσ
-
- atelier αρσ
-
- atelier αρσ
-
- atelier αρσ
-
- atelier αρσ
-
- atelier αρσ
-
- atelier αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.