Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. relationn|el (relationnelle) [ʀ(ə)lasjɔnɛl] ΕΠΊΘ
1. relationnel ΨΥΧ:
- relationnel (relationnelle) aptitudes, qualités
-
2. relationnel:
- relationnel (relationnelle) ΓΛΩΣΣ, Η/Υ
-
II. relationn|el ΟΥΣ αρσ
relationn|el αρσ:
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
- réseau relationnel
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.