Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. mécanique [mekanik] ΕΠΊΘ
1. mécanique (manuel):
2. mécanique ΜΗΧΑΝΙΚΉ (doté d'une machine):
3. mécanique (fait à la machine):
4. mécanique ΜΗΧΑΝΙΚΉ (de machine):
6. mécanique (non chimique):
- méthodes mécaniques de contraception
-
7. mécanique (irréfléchi):
- mécanique geste
-
II. mécanique [mekanik] ΟΥΣ θηλ
1. mécanique ΜΗΧΑΝΙΚΉ (science):
3. mécanique (fonctionnement):
στο λεξικό PONS
I. mécanique [mekanik] ΕΠΊΘ
1. mécanique (automatique):
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
régulation de puissance mécanique
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.