Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
accroch|eur (accrocheuse) [akʀɔʃœʀ, øz] ΕΠΊΘ
1. accrocheur (opiniâtre):
2. accrocheur (attrayant):
I. racol|eur (racoleuse) [ʀakɔlœʀ, øz] ΕΠΊΘ
II. racol|eur ΟΥΣ αρσ
III. racoleuse ΟΥΣ θηλ
racoleuse θηλ:
I. accrocher [akʀɔʃe] ΡΉΜΑ μεταβ
2. accrocher (attacher):
3. accrocher (faire un accroc à):
4. accrocher (accoster):
- accrocher démarcheur:
-
6. accrocher (attirer):
II. accrocher [akʀɔʃe] ΡΉΜΑ αμετάβ
2. accrocher (attirer):
III. s'accrocher ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. s'accrocher:
2. s'accrocher (s'attacher) κυριολ, μτφ:
3. s'accrocher (tenir bon) οικ:
στο λεξικό PONS
eye-catching ΕΠΊΘ
eye-catching ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- ex-wife
- ex-works
- eye
- eyeball
- eye bank
- eye-catching
- eye contact
- eyecup
- eye disease
- eye drops
- eyeful