Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
persistent [βρετ pəˈsɪst(ə)nt, αμερικ pərˈsɪst(ə)nt] ΕΠΊΘ
1. persistent person:
- persistent (persevering)
-
2. persistent (continual):
- persistent rain, denial, unemployment, nuisance
-
- persistent illness, fears, problem, idea
-
persistent offender ΟΥΣ ΝΟΜ
- persistent offender
- récidiviste αρσ θηλ
persistent vegetative state ΟΥΣ ΙΑΤΡ
- persistent vegetative state
-
στο λεξικό PONS
persistent ΕΠΊΘ
1. persistent (long lasting):
persistent ΕΠΊΘ
1. persistent (long lasting):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- persistent offender