Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. chronique [kʀɔnik] ΕΠΊΘ (tous contextes)
- chronique
-
II. chronique [kʀɔnik] ΟΥΣ θηλ
1. chronique:
3. chronique:
- chronique ΙΣΤΟΡΊΑ, ΛΟΓΟΤ
-
- le livre des Chroniques ΒΊΒΛΟς
-
- bronchite chronique
-
- polyarthrite chronique évolutive
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.