Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
obstinate [βρετ ˈɒbstɪnət, αμερικ ˈɑbstənət] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
- obstiné(e)
- obstinate
- obstiné(e)
- obstinate individual
- entêté(e)
- obstinate
- opiniâtre personne, caractère
- obstinate
- obstiné(e)
- obstinate
- obstiné(e)
- obstinate individual
- opiniâtre personne, caractère
- obstinate
- entêté(e)
- obstinate
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.