στο λεξικό PONS
I. staat·lich ΕΠΊΘ
1. staatlich (staatseigen):
2. staatlich (den Staat betreffend):
3. staatlich (aus dem Staatshaushalt stammend):
II. staat·lich ΕΠΊΡΡ
Fei·er·tag [ˈfaiɐta:k] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.