Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: bouche , embuche και buche

bucheNO [byʃ], bûcheOT ΟΥΣ θηλ

ιδιωτισμοί:

[se] prendre [ou ramasser] une buche οικ
hinfliegen οικ

embucheNO [ɑ͂byʃ], embûcheOT ΟΥΣ θηλ

1. embuche απαρχ (piège):

Hinterhalt αρσ

bouche [buʃ] ΟΥΣ θηλ

3. bouche πλ ΓΕΩΓΡ:

ιδιωτισμοί:

la bouche en cul de poule οικ
ich war ganz platt! οικ
ganz in etw δοτ aufgehen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina