I.working [βρετ ˈwəːkɪŋ, αμερικ ˈwərkɪŋ] ΟΥΣ
1. working (functioning):
- fonctionnement αρσ
3. working (draft solution):
- calculs αρσ πλ
II.workings ΟΥΣ
workings ουσ πλ κυριολ, μτφ:
- rouages αρσ πλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.