difásico (difásica) ΕΠΊΘ
difásico → corriente
corriente2 ΟΥΣ θηλ
1. corriente (de agua):
2. corriente (de aire):
3. corriente (tendencia):
4. corriente ΗΛΕΚ:
corriente1 ΕΠΊΘ
1. corriente:
2.1. corriente (en curso):
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.