Oxford Spanish Dictionary
calcetines cortos ΟΥΣ αρσ πλ
corto1 (corta) ΕΠΊΘ
1.1. corto (en longitud):
1.2. corto (en duración):
2. corto (escaso, insuficiente):
3.1. corto οικ (tímido):
corto2 ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
corto (-a) ΕΠΊΘ
1. corto (pequeño):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- calcáneo
- calcañar
- calcar
- calcáreo
- calce
- calcetines cortos
- calchunchos
- cálcico
- calcificación
- calcificar
- calcificar calcificarse