Oxford Spanish Dictionary
burro1 (burra) ΕΠΊΘ
1.1. burro οικ (ignorante):
1.2. burro οικ (bruto, tosco):
burro2 (burra) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1.1. burro ΖΩΟΛ (asno):
1.2. burro ΖΩΟΛ CSur οικ (caballo de carrera):
2.2. burro οικ (bruto, tosco):
burro3 ΟΥΣ αρσ
1.1. burro:
1.4. burro Μεξ (escalera):
3. burro Μεξ (de la mazorca):
στο λεξικό PONS
II. burro (-a) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
I. burro (-a) [ˈbu·rro, -a] ΕΠΊΘ
II. burro (-a) [ˈbu·rro, -a] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.