Herr <-n, -en> [hɛr] ΟΥΣ αρσ
1. Herr (in Verbindung mit einem Eigennamen oder Titel):
2. Herr τυπικ (als Anrede ohne Namen):
4. Herr (Mann):
5. Herr:
6. Herr ΘΡΗΣΚ (Gott):
ιδιωτισμοί:
Herrin <-, -nen> [ˈhɛrɪn] ΟΥΣ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- „Herren“ (Aufschrift auf Toilettentüren)
- “hommes”
- sehr geehrte Herren, ... (briefliche Anrede)
- Messieurs, ...