monsieur <messieurs> [məsjø, mesjø] ΟΥΣ αρσ
1. monsieur (formule d'adresse orale):
2. monsieur (formule d'adresse écrite):
3. monsieur (partie d'un sobriquet):
croquemonsieurNO <croquemonsieurs> [kʀɔkməsjø], croque-monsieurOT αμετάβλ ΟΥΣ αρσ
monsieur ΟΥΣ
-
- Ringmeister αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.