I. météo [meteo] ΕΠΊΘ αμετάβλ
météo συντομογραφία: météorologique
- météo
-
II. météo [meteo] ΟΥΣ θηλ
météo συντομογραφία: météorologie
- météo (service)
- Wetterdienst αρσ
- météo (service)
-
- météo (bulletin)
- Wetterbericht αρσ
- météo (bulletin)
- Wettervorhersage θηλ
météorologique [meteɔʀɔlɔʒik] ΕΠΊΘ
météorologie [meteɔʀɔlɔʒi] ΟΥΣ θηλ
1. météorologie ΦΥΣ ΕΠΙΣΤ:
2. météorologie (organisme):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- Monsieur Météo