accident [aksidɑ͂] ΟΥΣ αρσ
1. accident (événement grave entraînant des dégâts):
2. accident ΙΑΤΡ:
- accident cérébral
- Gehirninfarkt αρσ
3. accident (événement fâcheux, contretemps):
II. accident [aksidɑ͂]
suraccident, sur-accident ΟΥΣ
-
- Serienunfall αρσ
-
- Folgeunfall αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- accident nucléaire
- Strahlenunfall αρσ
- accident postopératoire
- accident cérébral
- Gehirninfarkt αρσ
- accident d'avion