I. accidenté(e) [aksidɑ͂te] ΕΠΊΘ
1. accidenté (inégal):
2. accidenté (qui a eu un accident):
- accidenté(e)
-
- accidenté(e) véhicule, voiture
-
II. accidenté(e) [aksidɑ͂te] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.