I. cher (chère) [ʃɛʀ] ΕΠΊΘ
1. cher (couteux):
2. cher (aimé):
III. cher (chère) [ʃɛʀ] ΕΠΊΡΡ
1. cher (↔ bon marché):
2. cher μτφ:
hypercherNO (-chère) [ipɛʀʃɛʀ], hyper-cher(-chère)OT ΕΠΊΘ οικ
- hypercher (-chère)
- schweineteuer οικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.