I. souverain(e) [suv(ə)ʀɛ͂, ɛn] ΕΠΊΘ
1. souverain:
- souverain(e) État, puissance, peuple
-
- souverain(e) pouvoir
-
2. souverain (suprême):
3. souverain (très efficace):
- souverain(e) remède
-
II. souverain(e) [suv(ə)ʀɛ͂, ɛn] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- souverain(e)
-
- souverain(e) χιουμ
-
souverain(e) ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.