héros (héroïne) <πλ héros, héroïnes> [ˊeʀo, eʀɔin] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. héros:
2. héros (personne courageuse):
- héros (héroïne)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.