I. rebelle [ʀəbɛl] ΕΠΊΘ
1. rebelle (insurgé):
2. rebelle (récalcitrant):
- rebelle enfant
-
- rebelle enfant
-
- rebelle fièvre, maladie
-
- rebelle cheveux, mèche, animal
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.