nass, naßπαλαιότ <nasser [o. nässer], nasseste [o. nässeste]> [nas] ΕΠΊΘ
nass ge·schwitzt, nass·ge·schwitzt [ˈnasgəʃvɪtst] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.