στο λεξικό PONS
ge·mein·schaft·lich ΕΠΊΘ
gemeinschaftlich → gemeinsam
I. ge·mein·sam [gəˈmainza:m] ΕΠΊΘ
1. gemeinsam (mehreren gehörend):
- gemeinschaftliche Gefahrübernahme
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
gemeinschaftlich ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.