I. er·bärm·lich [ɛɐ̯ˈbɛrmlɪç] ΕΠΊΘ μειωτ
1. erbärmlich οικ (gemein):
2. erbärmlich (furchtbar):
II. er·bärm·lich [ɛɐ̯ˈbɛrmlɪç] ΕΠΊΡΡ μειωτ
1. erbärmlich (gemein):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.