στο λεξικό PONS
Schliff <-[e]s, -e> [ʃlɪf] ΟΥΣ αρσ
1. Schliff kein πλ (das Schleifen):
2. Schliff kein πλ:
schliff [ʃlɪf]
schliff παρατατ von schleifen
schlei·fen2 <schleift, schliff, geschliffen> [ˈʃlaifn̩] ΡΉΜΑ μεταβ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
LIFFE ΟΥΣ θηλ
LIFFE συντομογραφία: London International Financial Futures Exchange ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.