στο λεξικό PONS
Auf·trags·kil·ler(in) <-s, -> [-kɪlɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Auftragskiller ΝΟΜ μειωτ:
Auf·trag·ge·ber(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Auf·trag·neh·mer(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Auf·trags·mord ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
I. auf·trags·ge·mäß ΕΠΊΘ
II. auf·trags·ge·mäß ΕΠΊΡΡ
Auf·trags·num·mer <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Auf·trags·recht <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
auf·trags·wid·rig ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ
Auf·trags·fer·ti·gung <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ kein πλ ΟΙΚΟΝ
Auftragsschreiber(in) ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Auftragsdaten ΟΥΣ πλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Einzelauftragslimit ΟΥΣ ουδ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Auftragsfreigabe ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Euro-Zahlungsauftrag ΟΥΣ αρσ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Gesamtauftragsbetrag ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
Auftragsbuchung ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Auftragsbrutto ΟΥΣ ουδ ΛΟΓΙΣΤ
Auftragsnachlass ΟΥΣ αρσ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.