Ab·lauf1 <-(e)s, -läu·fe-(e)s> ΟΥΣ αρσ
1. Ablauf (Verlauf):
-
- überwachter Ablauf
-
- Ablauf αρσ <-(e)s, -läu·fe>
-
- zeitlicher Ablauf
-
- Ablauf αρσ <-(e)s>
-
- Ablauf αρσ <-(e)s>
-
- Ablauf αρσ <-(e)s>
- expiry becoming invalid
- Ablauf αρσ <-(e)s>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.