στο λεξικό PONS
Po·si·ti·on <-, -en> [poziˈtsi̯o:n] ΟΥΣ θηλ
1. Position τυπικ (Stellung):
3. Position (Standpunkt):
4. Position ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ, ΑΕΡΟ, ΝΑΥΣ:
Pole·po·si·tion, Pole-Po·si·tion <-> [ˈpo:lpozɪʃn̩] ΟΥΣ θηλ kein πλ ΑΘΛ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
ungedeckte Position phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
synthetische Position phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.