στο λεξικό PONS
In·stru·ment <-[e]s, -e> [ɪnstruˈmɛnt] ΟΥΣ ουδ
1. Instrument ΜΟΥΣ:
2. Instrument a. μτφ τυπικ (Werkzeug):
Kom·bi-In·stru·ment ΟΥΣ ουδ ΑΥΤΟΚ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
arbeitsmarktpolitisches Instrument phrase ΚΡΆΤΟς
Hedging-Instrument ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Financial Instrument ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Risiko-Controlling-Instrument ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.