στο λεξικό PONS
Bund1 <-[e]s, Bünde> [bʊnt, πλ ˈbʏndə] ΟΥΣ αρσ
1. Bund (Vereinigung, Gemeinschaft):
2. Bund (Verband):
-
- association of ...
3. Bund ΠΟΛΙΤ:
4. Bund (Konföderation):
5. Bund ΟΔΓ οικ (Bundeswehr):
BUND <-s> ΟΥΣ αρσ kein πλ
BUND συντομογραφία: Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Bund der Steuerzahler phrase ΦΟΡΟΛ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.