I. one [wʌn] ΟΥΣ
II. one [wʌn] ΕΠΊΘ
1. one προσδιορ (not two):
2. one προσδιορ (one of a number):
3. one προσδιορ (single, only):
6. one προσδιορ esp αμερικ εμφατ οικ (noteworthy):
III. one [wʌn] ΑΝΤΩΝ
1. one (single item):
2. one:
3. one (expressing alternatives, comparisons):
5. one form:
6. one (question):
8. one οικ:
I. eight [eɪt] ΕΠΊΘ
ˈone-horse ΕΠΊΘ προσδιορ
I. ˈone-off ΟΥΣ esp βρετ οικ
one-ˈsid·ed ΕΠΊΘ
one-ˈup·man·ship, one-ˈup·ping ΟΥΣ no πλ οικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.