I. Eng·lish [ˈɪŋglɪʃ] ΟΥΣ
1. English no πλ (language):
- English
- angleščina θηλ
II. Eng·lish [ˈɪŋglɪʃ] ΕΠΊΘ
- English
-
- English department ΠΑΝΕΠ
-
ˈEnglish-speaker ΟΥΣ
- English-speaker
-
Queen's ˈEng·lish ΟΥΣ no πλ βρετ
- Queen's English
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.