στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
testamentary capacity [ˌtestəˈmentrɪkəˌpæsətɪ, -terɪ-] ΟΥΣ
testamentary [βρετ ˌtɛstəˈmɛnt(ə)ri, αμερικ ˌtɛstəˈmɛn(t)əri] ΕΠΊΘ ΝΟΜ
- testamentary bequest, disposition
-
capacity [βρετ kəˈpasɪti, αμερικ kəˈpæsədi] ΟΥΣ
1. capacity (ability to hold):
2. capacity (ability to produce):
3. capacity (role):
4. capacity (ability):
5. capacity ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ:
-
- cilindrata θηλ
στο λεξικό PONS
capacity <-ies> [kə·ˈpæ·sə·ti] ΟΥΣ
1. capacity (volume, amount):
2. capacity (ability):
-
- attitudine θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.