στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
nett
nett → net
net2 [βρετ nɛt, αμερικ nɛt] ΕΠΊΘ
1. net:
2. net result, effect, increase:
I. net1 [βρετ nɛt, αμερικ nɛt] ΟΥΣ
2. net ΑΘΛ (in tennis, football):
3. net (trap) μτφ:
III. net1 <forma in -ing netting, παρελθ, μετ παρακειμ netted> [βρετ nɛt, αμερικ nɛt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. net:
2. net:
στο λεξικό PONS
nett [net] ΕΠΊΘ ΡΉΜΑ μεταβ
nett → net , → net
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.