nett ΕΠΊΘ βρετ
nett → net
I. net [βρετ nɛt, αμερικ nɛt] ΟΥΣ
2. net ΑΘΛ (in tennis):
3. net (trap):
II. net [βρετ nɛt, αμερικ nɛt] ΕΠΊΘ a. nett
1. net:
III. net <μετ ενεστ netting; απλ παρελθ, μετ παρακειμ netted> [βρετ nɛt, αμερικ nɛt] ΡΉΜΑ μεταβ
2. net:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.