στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. hack1 [βρετ hak, αμερικ hæk] ΡΉΜΑ μεταβ
II. hack1 [βρετ hak, αμερικ hæk] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. hack (chop):
III. hack1 [βρετ hak, αμερικ hæk] ΟΥΣ
hacker [βρετ ˈhakə, αμερικ ˈhækər] ΟΥΣ οικ Η/Υ
1. hacker (illegal):
2. hacker (legal):
hacking1 [βρετ ˈhakɪŋ, αμερικ ˈhækɪŋ] ΟΥΣ οικ
στο λεξικό PONS
I. hack1 [hæk] ΡΉΜΑ μεταβ
II. hack1 [hæk] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. hack1 [hæk] ΟΥΣ
| I | hack |
|---|---|
| you | hack |
| he/she/it | hacks |
| we | hack |
| you | hack |
| they | hack |
| I | hacked |
|---|---|
| you | hacked |
| he/she/it | hacked |
| we | hacked |
| you | hacked |
| they | hacked |
| I | have | hacked |
|---|---|---|
| you | have | hacked |
| he/she/it | has | hacked |
| we | have | hacked |
| you | have | hacked |
| they | have | hacked |
| I | had | hacked |
|---|---|---|
| you | had | hacked |
| he/she/it | had | hacked |
| we | had | hacked |
| you | had | hacked |
| they | had | hacked |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- hackamore
- hack-and-slash
- hack around
- hack away
- hackberry
- hacking cough
- hacking jacket
- hackle
- hackles
- hackly
- hackman