wingman <pl wingmen [-men]> [αμερικ ˈwɪŋˌmæn, ˈwɪŋmən, βρετ ˈwɪŋmən] ΟΥΣ
I. wing [αμερικ wɪŋ, βρετ wɪŋ] ΟΥΣ
1. wing C or U ΖΩΟΛ:
2.1. wing ΑΕΡΟ (structure):
3. wing βρετ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ:
4.2. wing ΑΘΛ (player, position):
5. wing ΠΟΛΙΤ:
6. wing (of company) αμερικ ΕΜΠΌΡ:
-
- departamento αρσ
8.1. wing <wings, pl > ΘΈΑΤ:
8.3. wing <wings, pl > → water wings
II. wing [αμερικ wɪŋ, βρετ wɪŋ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. wing:
I. right wing [αμερικ ˈˌraɪt ˈˌwɪŋ, βρετ] ΟΥΣ
I. left wing [αμερικ ˈlɛf(t) ˈˌwɪŋ, βρετ] ΟΥΣ
2.1. left wing ΑΘΛ (area):
- wingman
- wingman
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.