Oxford Spanish Dictionary
selves [αμερικ sɛlvz, βρετ sɛlvz] pl of self
self <pl selves> [αμερικ sɛlf, βρετ sɛlf] ΟΥΣ
1. self C (person, personality):
self <pl selves> [αμερικ sɛlf, βρετ sɛlf] ΟΥΣ
1. self C (person, personality):
self- [αμερικ sɛlf, βρετ sɛlf] PREFIX
I. self-service [αμερικ ˈˌsɛlf ˈsərvəs, βρετ ˌsɛlfˈsəːvɪs], αμερικesp self-serve [-ˈsɜːrv] ΕΠΊΘ
II. self-service [αμερικ ˈˌsɛlf ˈsərvəs, βρετ ˌsɛlfˈsəːvɪs], αμερικesp self-serve [-ˈsɜːrv] ΟΥΣ U
-
- autoservicio αρσ
self-centered, self-centred βρετ [αμερικ ˈˌsɛlf ˈsɛn(t)ərd, βρετ ˌsɛlfˈsɛntəd] ΕΠΊΘ
self-defense, self-defence βρετ [αμερικ ˈˌsɛlf dəˈfɛns, ˈˌsɛlf diˈfɛns, βρετ sɛlfdɪˈfɛns] ΟΥΣ U
self-fulfillment, self-fulfilment βρετ [αμερικ ˈˌsɛlf fə(l)ˈfɪlmənt, ˈˌsɛlf(f)ə(l)ˈfɪlmənt, βρετ] ΟΥΣ U
self-abasement [αμερικ ˈˌsɛlf əˈbeɪsmənt, βρετ sɛlfəˈbeɪsm(ə)nt] ΟΥΣ U
self-absorption [αμερικ ˈˌsɛlf əbˈzɔrpʃən, βρετ] ΟΥΣ U
στο λεξικό PONS
self-centered ΕΠΊΘ αμερικ, self-centred ΕΠΊΘ βρετ, αυστραλ
self-important ΕΠΊΘ μειωτ
self-centered ΕΠΊΘ
self-appointed ΕΠΊΘ μειωτ
self-defeating ΕΠΊΘ
self-discipline ΟΥΣ
self-destruct ΡΉΜΑ αμετάβ
self-educated ΕΠΊΘ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.