Oxford Spanish Dictionary
I. her [αμερικ hər, βρετ həː] ΑΝΤΩΝ
1.2. her:
1.3. her (after preposition):
2. her (emphatic use):
- her conscience smote her
-
- her conscience smote her
-
στο λεξικό PONS
II. her [hɜ:ʳ, αμερικ hɜ:r] ΑΝΤΩΝ πρόσ
1. her (she):
2. her:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.