world·ly [ˈwɜ:ldli, αμερικ ˈwɜ:rld-] ΕΠΊΘ
1. worldly προσδιορ (physical):
2. worldly (experienced):
oth·er-ˈworld·ly ΕΠΊΘ
1. other-worldly (supernatural):
2. other-worldly (heavenly):
stur·di·ly [ˈstɜ:dɪli, αμερικ ˈstɜ:r-] ΕΠΊΡΡ
1. sturdily (durably):
wordi·ness [ˈwɜ:dɪnəs, αμερικ ˈwɜ:rd-] ΟΥΣ no pl
fight·ing ˈwords ΟΥΣ πλ οικ
word·ed [ˈwɜ:dɪd, αμερικ ˈwɜ:rd-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
words of ˈart ΟΥΣ πλ ΝΟΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.