στο λεξικό PONS
ˈwil·der·ness area ΟΥΣ esp αμερικ, αυστραλ
wil·der·ness <pl -es> [ˈwɪldənəs, αμερικ -ɚ-] ΟΥΣ usu no pl
1. wilderness:
2. wilderness οικ:
3. wilderness (confusion):
4. wilderness (position of disgrace):
area [ˈeəriə, αμερικ ˈeri-] ΟΥΣ
1. area (region):
2. area ΑΝΑΤ:
3. area ΕΜΠΌΡ:
4. area (subject field):
5. area (surface measure):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Wikipedian
- wild
- wild beast
- wild boar
- wild card
- wilderness area
- wild-eyed
- wildfire
- wildfowl
- wild garlic
- wild goose