στο λεξικό PONS
varia·tion [ˌveəriˈeɪʃən, αμερικ ˌver-] ΟΥΣ
1. variation no pl (variability):
2. variation (difference):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
variation margin ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
contract variation ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
yield variation ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
precipitation variation
climatic variation
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
continuous variation ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
variation
variation in traffic volume ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ
coefficient of variation
variation in temperature
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.