στο λεξικό PONS
I. pro·gres·sive [prə(ʊ)ˈgresɪv, αμερικ prəˈ-] ΕΠΊΘ
1. progressive:
2. progressive (reformist):
3. progressive (forward-looking):
4. progressive ΜΟΥΣ (avant-garde):
5. progressive ΓΛΩΣΣ (verb form):
II. pro·gres·sive [prə(ʊ)ˈgresɪv, αμερικ prəˈ-] ΟΥΣ
1. progressive (reformist):
2. progressive ΓΛΩΣΣ:
de·pre·cia·tion [ˌdɪpri:ʃɪˈeɪʃən] ΟΥΣ no pl
1. depreciation (lowering of value):
2. depreciation ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
3. depreciation ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
progressive depreciation ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.