στο λεξικό PONS
Ent·wer·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Entwertung:
2. Entwertung μτφ (Wertminderung):
- Entwertung
-
-
- Entwertung θηλ <-, -en>
-
- Entwertung θηλ <-, -en>
-
- Entwertung θηλ <-> kein pl
-
- Entwertung θηλ <-, -en>
-
- Entwertung θηλ <-, -en>
- depreciation of currencies
- Entwertung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Entwertung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Entwertung θηλ
-
- Entwertung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.